εδαφολογικός

εδαφολογικός
-ή, -ό
επίρρ. που ανήκει ή αναφέρεται στην εδαφολογία (βλ. λ.): Εδαφολογικές έρευνες.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • εδαφολογικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στην εδαφολογία («εδαφολογικές μελέτες, εδαφολογικός χάρτης») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”